- συκοφαντητός
- -ή, -όν, Α [συκοφαντῶ]1. (για πράξη) ο δεκτικός συκοφαντίας, αυτός που μπορεί να συκοφαντηθεί2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πέσει θύμα συκοφαντίας, συκοφαντημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συκοφαντητά — συκοφαντητός to be quibbled about neut nom/voc/acc pl συκοφαντητά̱ , συκοφαντητός to be quibbled about fem nom/voc/acc dual συκοφαντητά̱ , συκοφαντητός to be quibbled about fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)